metiejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metiejo | metiejoj |
αιτιατική | metiejon | metiejojn |
metiejo (eo)
- το εργαστήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metiejo | metiejoj |
αιτιατική | metiejon | metiejojn |
metiejo (eo)