merizo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- merizo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | merizo | merizoj |
αιτιατική | merizon | merizojn |
merizo (eo)
- (φυτό) το αγριοκέρασο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | merizo | merizoj |
αιτιατική | merizon | merizojn |
merizo (eo)