meridiano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meridiano | meridianoj |
αιτιατική | meridianon | meridianojn |
meridiano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meridiano | meridianoj |
αιτιατική | meridianon | meridianojn |
meridiano (eo)