menu
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
menu (en)
- το μενού
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | menu | menus |
θηλυκό | menue | menues |
menu (fr)
Επίρρημα επεξεργασία
menu (fr)
- σε μικρά, ψιλοκομμένα, κομμάτια
Ουσιαστικό επεξεργασία
menu (fr)
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
menu (it)
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
menu | menus |
menu (pt) αρσενικό
- το μενού