mensogulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mensogulo | mensoguloj |
αιτιατική | mensogulon | mensogulojn |
mensogulo (eo)
- ο ψεύτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mensogulo | mensoguloj |
αιτιατική | mensogulon | mensogulojn |
mensogulo (eo)