mekanismo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mekanismo | mekanismoj |
αιτιατική | mekanismon | mekanismojn |
mekanismo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mekanismo | mekanismoj |
αιτιατική | mekanismon | mekanismojn |
mekanismo (eo)