mazurko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mazurko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mazurko | mazurkoj |
αιτιατική | mazurkon | mazurkojn |
mazurko (eo)
- η μαζούρκα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mazurko | mazurkoj |
αιτιατική | mazurkon | mazurkojn |
mazurko (eo)