matter of course
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
matter of course (en)
- λογικό ή φυσιολογικό αποτέλεσμα
- αναμενόμενο ή συνηθισμένο αποτέλεσμα
Σημειώσεις επεξεργασία
- συνηθισμένη χρήση: as a matter of course
matter of course (en)