matroso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matroso | matrosoj |
αιτιατική | matroson | matrosojn |
matroso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matroso | matrosoj |
αιτιατική | matroson | matrosojn |
matroso (eo)