matraco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- matraco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matraco | matracoj |
αιτιατική | matracon | matracojn |
matraco (eo)
- το στρώμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matraco | matracoj |
αιτιατική | matracon | matracojn |
matraco (eo)