Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mastoc mastocs

mastoc (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) κοντόχοντρος άνθρωπος

  Επίθετο

επεξεργασία

mastoc (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (ειρωνικό) ογκώδης, εντυπωσιακός