mastoc
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mastoc | mastocs |
mastoc (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) κοντόχοντρος άνθρωπος
Επίθετο
επεξεργασίαmastoc (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
ενικός | πληθυντικός |
mastoc | mastocs |
mastoc (fr) αρσενικό
mastoc (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο