ενικός         πληθυντικός  
mascaret mascarets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mascaret (fr) αρσενικό

  1. το μασκαρέ, μεγάλο κύμα στις εκβολές ενός ποταμού
  2. παλιρροϊκό κύμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία