martirino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | martirino | martirinoj |
αιτιατική | martirinon | martirinojn |
martirino (eo)
- η μάρτυς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | martirino | martirinoj |
αιτιατική | martirinon | martirinojn |
martirino (eo)