Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
marnage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αναγραμματισμοί
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
marnage
<
marne
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
marnage
marnages
marnage
(fr)
αρσενικό
η εισαγωγή στη γη
μάργας
η διαφορά ύψους ανάμεσα στην
παλίρροια
και την
άμπωτη
≈
συνώνυμα
:
estran
Αναγραμματισμοί
επεξεργασία
magnera
mangera