Ετυμολογία

επεξεργασία
marnage < marne

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
marnage marnages

marnage (fr) αρσενικό

  1. η εισαγωγή στη γη μάργας
  2. η διαφορά ύψους ανάμεσα στην παλίρροια και την άμπωτη
     συνώνυμα: estran

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία