ενικός         πληθυντικός  
estran estrans

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

estran (fr) αρσενικό

  1. η παραθαλάσσια ζώνη που αποκαλύπτεται από την άμπωτη και ξανακρύβεται με την παλίρροια. Χωρίζεται σε slikke και schorre
     συνώνυμα: batture, zone intertidale
  2. η διαφορά ύψους του νερού ανάμεσα στην παλίρροια και την άμπωτη
     συνώνυμα: marnage