batture
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
batture | battures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbatture (fr) θηλυκό
- (Κεμπέκ) η παραθαλάσσια ζώνη που εμφανίζεται και καλύπτεται διαδοχικά χάρη στην άμπωτη και την παλίρροια
- → δείτε τη λέξη estran
ενικός | πληθυντικός |
batture | battures |
batture (fr) θηλυκό