ενικός         πληθυντικός  
batture battures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

batture (fr) θηλυκό

  1. (Κεμπέκ) η παραθαλάσσια ζώνη που εμφανίζεται και καλύπτεται διαδοχικά χάρη στην άμπωτη και την παλίρροια
    → δείτε τη λέξη  estran