markezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | markezo | markezoj |
αιτιατική | markezon | markezojn |
markezo (eo)
- το καταφύγιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | markezo | markezoj |
αιτιατική | markezon | markezojn |
markezo (eo)