marioneto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marioneto | marionetoj |
αιτιατική | marioneton | marionetojn |
marioneto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marioneto | marionetoj |
αιτιατική | marioneton | marionetojn |
marioneto (eo)