marcipano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marcipano | marcipanoj |
αιτιατική | marcipanon | marcipanojn |
marcipano (eo)
- το αμυγδαλωτό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marcipano | marcipanoj |
αιτιατική | marcipanon | marcipanojn |
marcipano (eo)