mantenilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mantenilo | manteniloj |
αιτιατική | mantenilon | mantenilojn |
mantenilo (eo)
- το χερούλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mantenilo | manteniloj |
αιτιατική | mantenilon | mantenilojn |
mantenilo (eo)