manlaboro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manlaboro | manlaboroj |
αιτιατική | manlaboron | manlaborojn |
manlaboro (eo)
- η χειρωνακτική εργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manlaboro | manlaboroj |
αιτιατική | manlaboron | manlaborojn |
manlaboro (eo)