manaĝero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manaĝero | manaĝeroj |
αιτιατική | manaĝeron | manaĝerojn |
manaĝero (eo)
- ο μάνατζερ, ο διευθυντής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manaĝero | manaĝeroj |
αιτιατική | manaĝeron | manaĝerojn |
manaĝero (eo)