manĝokarto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- manĝokarto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manĝokarto | manĝokartoj |
αιτιατική | manĝokarton | manĝokartojn |
manĝokarto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manĝokarto | manĝokartoj |
αιτιατική | manĝokarton | manĝokartojn |
manĝokarto (eo)