mamnutrado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mamnutrado | mamnutradoj |
αιτιατική | mamnutradon | mamnutradojn |
mamnutrado (eo)
- ο θηλασμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mamnutrado | mamnutradoj |
αιτιατική | mamnutradon | mamnutradojn |
mamnutrado (eo)