Ετυμολογία

επεξεργασία
malvenu < mal + venir

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό malvenu malvenus
θηλυκό malvenue malvenues

malvenu (fr)

  1. (για ζώα ή φυτά) που δεν έχει αναπτυχθεί κανονικά
  2. που δεν έχει σοβαρό λόγο να κάνει ή να πει κάτι

Αντώνυμα

επεξεργασία