malsupreniro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsupreniro | malsupreniroj |
αιτιατική | malsupreniron | malsuprenirojn |
malsupreniro (eo)
- η κάθοδος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsupreniro | malsupreniroj |
αιτιατική | malsupreniron | malsuprenirojn |
malsupreniro (eo)