malsimileco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsimileco | malsimilecoj |
αιτιατική | malsimilecon | malsimilecojn |
malsimileco (eo)
- η διαφορά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsimileco | malsimilecoj |
αιτιατική | malsimilecon | malsimilecojn |
malsimileco (eo)