malsanejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- malsanejo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsanejo | malsanejoj |
αιτιατική | malsanejon | malsanejojn |
malsanejo (eo)
- το νοσοκομείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsanejo | malsanejoj |
αιτιατική | malsanejon | malsanejojn |
malsanejo (eo)