malrapideco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malrapideco | malrapidecoj |
αιτιατική | malrapidecon | malrapidecojn |
malrapideco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malrapideco | malrapidecoj |
αιτιατική | malrapidecon | malrapidecojn |
malrapideco (eo)