malplimulto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malplimulto | malplimultoj |
αιτιατική | malplimulton | malplimultojn |
malplimulto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malplimulto | malplimultoj |
αιτιατική | malplimulton | malplimultojn |
malplimulto (eo)