malpermeso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malpermeso | malpermesoj |
αιτιατική | malpermeson | malpermesojn |
malpermeso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malpermeso | malpermesoj |
αιτιατική | malpermeson | malpermesojn |
malpermeso (eo)