malpardonemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malpardonemo | malpardonemoj |
αιτιατική | malpardonemon | malpardonemojn |
malpardonemo (eo)
- η μοχθηρία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malpardonemo | malpardonemoj |
αιτιατική | malpardonemon | malpardonemojn |
malpardonemo (eo)