malliberejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malliberejo | malliberejoj |
αιτιατική | malliberejon | malliberejojn |
malliberejo (eo)
- η φυλακή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malliberejo | malliberejoj |
αιτιατική | malliberejon | malliberejojn |
malliberejo (eo)