Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mallaŭta < mal.laŭt + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική mallaŭta mallaŭtaj
αιτιατική mallaŭtan mallaŭtajn

mallaŭta (eo)

lia voĉo estas mallaŭta, η φωνή του είναι σιγανή