malkonfeso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malkonfeso | malkonfesoj |
αιτιατική | malkonfeson | malkonfesojn |
malkonfeso (eo)
- η απάρνηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malkonfeso | malkonfesoj |
αιτιατική | malkonfeson | malkonfesojn |
malkonfeso (eo)