malfacileco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malfacileco | malfacilecoj |
αιτιατική | malfacilecon | malfacilecojn |
malfacileco (eo)
- η δυσκολία
- ili havis grandan malfacilecon trovi tradukantojn, συνάντησαν μεγάλη δυσκολία για να βρουν μεταφραστές