malamo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malamo | malamoj |
αιτιατική | malamon | malamojn |
malamo (eo)
- το μίσος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malamo | malamoj |
αιτιατική | malamon | malamojn |
malamo (eo)