maksimumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- maksimumo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maksimumo | maksimumoj |
αιτιατική | maksimumon | maksimumojn |
maksimumo (eo)
- το μάξιμουμ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maksimumo | maksimumoj |
αιτιατική | maksimumon | maksimumojn |
maksimumo (eo)