Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάξιμουμ < λατινικό maximum που όμως σήμαινε μέγιστος (με την έννοια του ουσιαστικού και του άκλιτου ουδετέρου υπερθετικού βαθμού μπήκε στην ελληνική γλώσσα από τη γαλλική μάλλον στα μέσα του 20ου αιώνα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάξιμουμ ουδέτερο άκλιτο

  1. το πολύ, όχι παραπάνω, το μέγιστο, το ανώτατο όριο, το έπακρο, ο υπερθετικός βαθμός σε οτιδήποτε (χρησιμοποιείται άναρθρο αλλά και έναρθρο το μάξιμουμ και στο μάξιμουμ (σταδιακά αντικαταστάθηκε στις περισσότερες φράσεις με το ελληνικό μέγιστος (μεγίστη τιμή π.χ. στα μαθηματικά) ή τη φράση "το καλύτερο δυνατόν" στις επιδόσεις και με άλλα συνώνυμα αναλόγως της εννοίας)
    μάξιμουμ ιπποδύναμη, μάξιμουμ ταχύτητα, απέδωσε στο μάξιμουμ
    δεν θυμάμαι πόσο έκανε, αλλά θα έδωσα μάξιμουμ 100 ευρώ (το πολύ, όχι παραπάνω από αυτότο ποσό)
    Θα προσληφθούν μάξιμουμ 15 άτομα

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία