μάξι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάξι < (λόγιο δάνειο) αγγλική maxi < maxi-skirt[1] (αντίθετο του mini)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μάξι άκλιτο
- γυναικείο μακρύ ένδυμα, φόρεμα ή φούστα ή παλτό, που φτάνει μέχρι τους αστραγάλους
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μάξι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας