makaronio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | makaronio | makaronioj |
αιτιατική | makaronion | makaroniojn |
makaronio (eo)
- το μακαρόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | makaronio | makaronioj |
αιτιατική | makaronion | makaroniojn |
makaronio (eo)