majskarabo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- majskarabo < majskarab- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | majskarabo | majskaraboj |
αιτιατική | majskarabon | majskarabojn |
majskarabo (eo)
- (εντομολογία) το σκαθάρι