majesto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- majesto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | majesto | majestoj |
αιτιατική | majeston | majestojn |
majesto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | majesto | majestoj |
αιτιατική | majeston | majestojn |
majesto (eo)