magazino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- magazino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | magazino | magazinoj |
αιτιατική | magazinon | magazinojn |
magazino (eo)
- το περιοδικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | magazino | magazinoj |
αιτιατική | magazinon | magazinojn |
magazino (eo)