magazeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- magazeno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | magazeno | magazenoj |
αιτιατική | magazenon | magazenojn |
magazeno (eo)
- το μαγαζί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | magazeno | magazenoj |
αιτιατική | magazenon | magazenojn |
magazeno (eo)