maŭzoleo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- maŭzoleo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maŭzoleo | maŭzoleoj |
αιτιατική | maŭzoleon | maŭzoleojn |
maŭzoleo (eo)
- το μαυσωλείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maŭzoleo | maŭzoleoj |
αιτιατική | maŭzoleon | maŭzoleojn |
maŭzoleo (eo)