maŝinaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maŝinaro | maŝinaroj |
αιτιατική | maŝinaron | maŝinarojn |
maŝinaro (eo)
- το μηχανοστάσιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maŝinaro | maŝinaroj |
αιτιατική | maŝinaron | maŝinarojn |
maŝinaro (eo)