méticuleux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- méticuleux < λατινική meticulosus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ti.ky.lø/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méticuleux | méticuleux |
θηλυκό | méticuleuse | méticuleuses |
méticuleux (fr)