luno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | luno | lunoj |
αιτιατική | lunon | lunojn |
luno (eo)
- το φεγγάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | luno | lunoj |
αιτιατική | lunon | lunojn |
luno (eo)