lumturo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lumturo | lumturoj |
αιτιατική | lumturon | lumturojn |
lumturo (eo)
- ο φάρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lumturo | lumturoj |
αιτιατική | lumturon | lumturojn |
lumturo (eo)